- μετεπέμψατο
- μεταπέμπωsend afteraor ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετεπέμψαθ' — μετεπέμψατο , μεταπέμπω send after aor ind mid 3rd sg μετεπέμψατε , μεταπέμπω send after aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετεπέμψατ' — μετεπέμψατο , μεταπέμπω send after aor ind mid 3rd sg μετεπέμψατε , μεταπέμπω send after aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PERTINAX — I. PERTINAX equus Commodi Imper. quem ille pelle inauratâ integere solebat, quemadmodum equum suum Volucrem sagis fucô tinctis cooperire consueverat Verus Imperator. Meminit eius Dio in Pertinace: Ὕςτερον δὲ τὸν αὐτὸν τοῦτον ἵππον ἀπαλλαγέντα δὲ… … Hofmann J. Lexicon universale
επίταγμα — ἐπιταγμα, τὸ (AM) [επιτάσσω] διαταγή, προσταγή, εντολή («καὶ ὀνομάσαι τὸ ὑπὸ τοῡ νόμου ἐπίταγμα νόμιμόν τε καὶ δίκαιον», Πλάτ.) μσν. ο φόρος που επιβάλλεται αρχ. 1. παράνομη απαίτηση («τυραννικὸν ἐπίταγμα», Πλάτ.) 2. αυθαίρετη, αυταρχική διαταγή… … Dictionary of Greek
επίτεξ — ἐπίτεξ, ἡ (Α) επίτοκος, ετοιμόγεννη (α. «μετεπέμψατο ἐκ τῶν Περσέων τὴν θυγατέρα ἐπίτεκα ἐοῡσαν», Ηρόδ. β. «ὡς ἐπίτεξ ἐστίν [ἡ κύων]», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *τεξ (< τίκτω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ά τεξ, καλλί τεξ)] … Dictionary of Greek